- περιτρίβω
- ΜΑτρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.)μσν.τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.)αρχ.1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ περιτετριμμένοιτα περιτρίμματα.
Dictionary of Greek. 2013.